- υπερπολάζω
- Απλημμυρίζω («ἐπειδὴ δὲ ὑπερεπόλασεν ἡ ἐντός, βιάσασθαι καὶ ἀπερᾱσαι τὸ πλεονάζον», Στράβ.)[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, πιθ. κατά το ρ. ἐπι-πολάζω «πλημμυρίζω» (< ἐπιπολή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερπολάζειν — ὑπερπολάζω overflow pres inf act (attic epic) ὑπερπολάζω overflow pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπολάζουσα — ὑπερπολάζω overflow pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ὑπερπολάζω overflow pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεπόλασεν — ὑπερπολάζω overflow aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)